- άφραχτος
- -η, -οξέφραγος, αμάντρωτος: Είχαν το περιβόλι ακόμη άφραχτο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
άερκτος — ἄερκτος, ον (Α) άφραχτος, ανοιχτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + εἴργω (= εγκλείω, αποκλείω, εμποδίζω, κωλύω)] … Dictionary of Greek
αβέρτος — η, ο 1. ανοιχτός, διάπλατος, ακάλυπτος, άφραχτος 2. (για τα ιστία πλοίου ή ανεμόμυλου) αναπεπταμένος, ανοιχτός 3. ευρύχωρος 4. απεριόριστος, ελεύθερος 5. (για πρόσωπα) α) ειλικρινής, ευθύς, ντόμπρος β) ευπροσήγορος, ανοιχτόκαρδος. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
ακατάφρακτος — η, ο και ακατάφραχτος 1. εκείνος που δεν έχει περιφραχτεί, άφραχτος 2. που δεν έχει οχυρωθεί εντελώς, ο ανοχύρωτος, ο άθωράκιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + κατάφρακτος < καταφράσσω] … Dictionary of Greek
αχαράκωτος — η, ο (Α ἀχαράκωτος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που δεν τον έχει χαρακώσει κανείς, που δεν τον έχει χαράξει με χάρακα 2. (για αμπέλι) εκείνο στο οποίο δεν έχουν κάνει χαράκωμα, δεν έχουν χαρακώσει το στέλεχος, το κούρβουλο (για να κάνει μεγάλες ρόγες) 3 … Dictionary of Greek
ξέφραγος — η, ο 1. εκείνος από τον οποίο αφαιρέθηκε ο φράχτης, αυτός που δεν έχει περίφραξη, άφραχτος 2. φρ. «ξέφραγο αμπέλι» τόπος ή κατάσταση όπου ο καθένας μπορεί να ασυδοτεί. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ξεφράζω] … Dictionary of Greek
ανοιχτός — ή, ό επίρρ. ά 1. ο ανοιγμένος: Η εξώπορτα ήταν ανοιχτή. 2. ξεσφραγισμένος, αβούλωτος: Άφησες το μπουκάλι ανοιχτό. 3. ευρύς, πλατύς: Ανοιχτός τόπος κι ευχάριστος. 4. άφραχτος: Το περιβόλι από τη μια μεριά ήταν ανοιχτό. 5. ελεύθερος: Η αρχαία Αθήνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απύλωτος — η, ο αυτός που δεν έχει πύλη, πόρτα, άφραχτος· «απύλωτο στόμα», αθυροστομία, βωμολοχία: Έχει ένα απύλωτο στόμα (είναι αθυρόστομος, βωμολόχος) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ατριγύριστος — η, ο 1. εκείνος τον οποίο δεν τριγύρισε, δεν επισκέφθηκε πολλές φορές κανείς: Πολλά μέρη, και κοντινά μας ακόμη, τα έχω ατριγύριστα. 2. αυτός που δεν είναι περιφραγμένος, ο άφραχτος: Το καλύτερό τους ελαιοπερίβολο το είχαν ατριγύριστο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αχαράκωτος — η, ο 1. αυτός που δεν είναι χαρακωμένος, ριγωμένος: Ζήτησε να του δώσουν μια κόλλα αχαράκωτη. 2. άφραχτος: Ο κήπος τους ήταν αχαράκωτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)